- εκκλησιασμός
- ο (AM ἐκκλησιασμός)νεοελλ.το να εκκλησιάζεται κανείς, να μετέχει στη Θεία Λειτουργίααρχ.συνέλευση τού λαού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκκλησιασμός — ο η παρακολούθηση της θείας λειτουργίας ή άλλης ιερής ακολουθίας που τελείται στο ναό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκλησιασμούς — ἐκκλησιασμός the holding an masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακκλησίαστος — και ακκλήσιαστος, η, ο [εκκλησιάζομαι] 1. αυτός που δεν έχει εκκλησιαστεί ή δεν εκκλησιάζεται, ο αλειτούργητος 2. αυτός στον οποίο έχει απαγορευθεί ο εκκλησιασμός με αφορισμό ή άλλη τιμωρία … Dictionary of Greek
εκκλησίασμα — το 1. εκκλησιασμός 2. το σύνολο τών εκκλησιαζομένων, αυτών που μετέχουν σε ιερή ακολουθία … Dictionary of Greek
εκκλησίασμα — το, ατος 1. ο εκκλησιασμός (βλ. λ.). 2. το σύνολο των χριστιανών που είναι μες στο ναό και εκκλησιάζονται: Και το εκκλησίασμα των πιστών έπεσαν όλοι στα γόνατα (Κ. Χρηστομάνος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)